- γλαυκίδιον
- γλαυκ-ίδιον, τό, Dim. of γλαῦκος, Antiph.222.1.2 Dim. of γλαύξ, IG2.735.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαυκίδιον — γλαυκίδιον, το (Α) 1. μικρός γλαύκος 2. μικρή γλαυξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύκος, με τη σημ. 1 και < γλαυξ, με τη σημ. 2] … Dictionary of Greek
γλαυκίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)